- αμεταγλώττιστος
- ος , ον не переведённый (на другой язык)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμεταγλώττιστος — η, ο [μεταγλωττίζω] 1. (για γραπτά κείμενα) αυτός που δεν μεταγλωττίστηκε ή δεν μπορεί να μεταγλωττιστεί, να μεταφερθεί δηλαδή από μια γλώσσα σε άλλη … Dictionary of Greek
αμεταγλώττιστος — η, ο αυτός που δε μεταγλωττίστηκε, δε μεταφράστηκε: Το κείμενο αυτό είναι αμεταγλώττιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)